- ἐπισφαλῶν
- ἐπισφαλήςprone to fallmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαχιστοποίηση κόστους — Βασική αρχή που διέπει την επιχειρηματική δραστηριότητα και συνίσταται στον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο περιορισμό των εξόδων της επιχείρησης, χωρίς να πληγούν οι οικονομικοί στόχοι της. Η θεμιτή ε.κ. επιτυγχάνεται κατά βάση με τον εντοπισμό και τη … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek